Τι θα μάθουμε σε αυτή την ενότητα:

  • Πώς περιγράφουμε ένα κτίσμα
  • Τις αγγελίες
  • Τα επίθετα
  • Τους τοπικούς προσδιορισμούς
  • Τις ελλειπτικές προτάσεις
  • Την κλίση των θηλυκών ουσιαστικών σε -η και -ος (λόγια κλίση)
  • Τα αριθμητικά

Λεξιλόγιο σε αυτή την ενότητα:

  • Θεματικό λεξιλόγιο: κατοικία, ποιητής, πρωτοτυπία, ηλεκτρικό, λάμπες πετρελαίου, διαμέρισμα, είσοδος, κατώφλι, ένοικος, ενοίκιο, κηροπήγιο, υφάσματα, επίπλωση, ακατέργαστο, ψάθινη, αγγελίες, οικογένεια, κοινόχρηστοι χώροι, πολυκατοικία, διαχειριστής, ενόχληση, αυτοκινητόδρομος, θόρυβος, κάτοικοι, κοινότητα, συντήρηση, παραδοσιακός ξενώνας, εσωτερικό, εξωτερικό, ευρύχωρο, εξώπορτα, κεντρική αίθουσα, πλακόστρωτο, φιλόξενο, κοντινός, μακρινός, φωτεινός, ξαφνικός, απότομος, απίστευτος, αναπάντεχος, θορυβώδης, άγνωστος, χαριτωμένος, γρήγορος, ουρανοκατέβατος, ασημένιος, χρυσαφένιος, γλυκός, τέλειος, πολύς, ασβεστωμένη, εγκαταλελειμμένη, διώροφο, λίθινο, παράθυρα, πατώματα, διακοσμήσεις, τοιχώματα, πωλείται, ενοικιάζεται, καινούριο, πληροφορίες.
  • Οικογένεια λέξεων:
    • οδός (είσοδος, έξοδος, οδικός οδόστρωμα, οδηγός κτλ.)
    • κοινός (κοινωνία, κοινότητα, κοινόχρηστα κτλ)

Κωστής Παλαμάς (Πάτρα 1859 – Αθήνα 1943)

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα και καταγόταν από το Μεσολόγγι. Έχασε και τους δυο γονείς του το 1866 και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι σε συγγενικό σπίτι. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1877, ωστόσο από νωρίς είχε στραφεί προς τη λογοτεχνία. Το 1914 βραβεύτηκε για την προσφορά του με το κρατικό αριστείο γραμμάτων και τεχνών. Ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Με αφορμή τον θάνατο του μικρότερου γιου του Άλκη το 1898 ο ποιητής έγραψε τα ποιήματα Τάφος και Παράδεισοι. Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η κηδεία του στο πρώτο νεκροταφείο έμεινε στην ιστορία ως ένα είδος αντικατοχικής διαδήλωσης.

Ο Παλαμάς κάλυψε με το έργο του ολόκληρο το φάσμα του γραπτού λόγου. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη δημοσιογραφία, την αρθρογραφία, τη μελέτη, την κριτική. Στο ποιητικό του έργο που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης, το πνεύμα της οικουμενικότητας του πολιτισμού. Στάθηκε ο εμπνευστής και εισηγητής της λεγόμενης γενιάς του 1880 ή παλαμικής γενιάς στην ελληνική ποίηση, όταν γύρω στα 1879-1880, αντιδρώντας στη ρητορεία της ρομαντικής ποίησης της Α' Αθηναϊκής Σχολής και επηρεασμένος από το ρεύμα του γαλλικού Παρνασσισμού, ηγήθηκε της ανανέωσης της ποιητικής θεματολογίας και έκφρασης.

Σταθμοί στην ποιητική δημιουργία του θεωρούνται Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και Η Φλογέρα του βασιλιά, γραμμένα στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Υπήρξε δια βίου ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο). Αξιοσημείωτη είναι η στάση του στα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά».

Παρουσίαση από την ιστοσελίδα Ψηφιακή Τάξη

Ύμνος των Oλυμπιακών Αγώνων

Oι σύγχρονοι Oλυμπιακοί Αγώνες αναβίωσαν για πρώτη φορά το 1896 στην Αθήνα. Με αφορμή την τέλεσή τους ανατέθηκε, ένα χρόνο πριν, στον Κωστή Παλαμά να γράψει τον ύμνο των Oλυμπιακών Αγώνων, ο οποίος μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο συνθέτη Σπυρίδωνα Σαμάρα. Από την Oλυμπιάδα του Τόκιο, το 1952, καθιερώθηκε ως ο επίσημος ύμνος των Αγώνων και ακούγεται στην ελληνική γλώσσα σε κάθε Oλυμπιάδα.

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • η ραχούλα (ουσ.): υποκοριστικό του ουσιαστικού ράχη, που, μεταξύ άλλων, σημαίνει και πλαγιά, κορυφογραμμή.
  • πρόσχαρος, -η, -ο (επίθ.): χαρούμενος, εγκάρδιος.
  • κρινόσπαρτος, -η, -ο (επίθ.): σπαρμένος με κρίνα.
  • η στράτα (ουσ.): ο δρόμος.
  • χέρσος, -α, -ο (επίθ.): άγονος, ακαλλιέργητος.
  • η απλοχωριά (ουσ.): πλάτωμα, άνοιγμα.
  • το αγριοκαιρι (ουσ.): η κακοκαιρία, οι άσχημες καιρικές συνθήκες.
  • ο λίβας (ουσ.): θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που έρχεται από τη Λιβύη.
  • ο κουρνιαχτός (ουσ.): η σκόνη, το σύννεφο της σκόνης που σηκώνει ο αέρας ή η μετακίνηση ανθρώπων, ζώων και οχημάτων.
  • πάντα η γωνιά του θα καπνίζει: εννοείται η γωνιά που είναι το αναμμένο τζάκι.

Κωνσταντίνος Καβάφης (1863 – 1933)

Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου), στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο.
Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ο Kαβάφης ζήτησε στα νιάτα του να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και «να μπει στα πολιτικά», «μα τα παραίτησεν» για να να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία (μέχρι το 1922) ως έμμισθος υπάλληλος «στο Yπουργείον των Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου.

Αξιοσημείωτη είναι η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Kαβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε, και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες «συλλογές» (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του.

Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στα Παναθήναια (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Από τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες.

Παρουσίαση από την ιστοσελίδα Ψηφιακή Τάξη

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • Αλεξάνδρεια: μεγάλη πόλη της Αίγυπτου όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες.
  • το μέγαρο (ουσ.): μεγάλο κι επιβλητικό κτίριο που προορίζεται για ιδιωτική ή δημόσια χρήση.
  • μανιώδης, -ης, -ες (επίθ.): που αγαπά, επιδιώκει ή ασχολείται υπερβολικά με κάτι.
  • η πρωτοτυπία (ουσ.): η ιδιότητα που έχει κάτι το οποίο δημιουργήθηκε χωρίς να έχει αντιγράψει ή να έχει μιμηθεί κάτι άλλο.
  • η πρόσοψη (ουσ.): η όψη μιας οικοδομής που βλέπει στο δρόμο και όπου, συνήθως, βρίσκεται η κύρια είσοδος
  • ένα πράγμα μόνο «χτυπάει»: εδώ το ρήμα χτυπάω έχει μεταφορική έννοια και σημαίνει «κάνω εντύπωση», «τραβάω την προσοχή».
  • το κατώφλι (ουσ.): ο χώρος γύρω από την είσοδο του σπιτιού, η είσοδος.
  • το ερμάρι (ουσ.): ράφι, θήκη ή ντουλάπι στο οποίο βάζουμε ρούχα, τρόφιμα ή άλλα αντικείμενα (συνώνυμο: ντουλάπι, ντουλάπα).
  • χρυσοΰφαντος, -η, -ο (επίθ.): που έχει υφανθεί με χρυσές κλωστές ή που έχει στολίδια από χρυσάφι (συνώνυμο: χρυσοκέντητος, -η, -ο).
  • ατόφιο ασήμι: το ασήμι που δεν έχει νοθευτεί, το καθαρό, το γνήσιο ασήμι.
  • η χαλκογραφία (ουσ.): εικόνα που έχει φτιαχτεί με τη μέθοδο της χαρακτικής πάνω σε λεία πλάκα χαλκού και στη συνέχεια έχει μεταφερθεί πάνω σε χαρτί.
  • ο έβενος (ουσ.): σκληρό, ανθεκτικό ξύλο μελανού χρώματος από τροπικά δέντρα της Αφρικής και της Ασίας, που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.
  • το φίλντισι (ουσ.): σκληρή και λευκή ύλη από την οποία αποτελείται ο χαυλιόδοντας του ελέφαντα· χρησιμοποιείται ως πολύτιμη ύλη στη γλυπτική.
  • δουλειά ερασιτεχνική (ουσ.): δραστηριότητα που γίνεται περισσότερο για ευχαρίστηση παρά για οικονομικό κέρδος.
  • ακατέργαστο ξύλο: αυτό που δεν έχει υποστεί ειδική επεξεργασία.
  • το τρίποδο (ουσ.): αντικείμενο με τρία πόδια που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα άλλου αντικειμένου.
  • κανάτα σμαλτωμένη: η κανάτα που έχει διακοσμηθεί με γυάλινο επίχρισμα, το οποίο της προσδίδει λάμψη και χρώμα.
  • να χτενίζει ένα στίχο: να κάνει την τελική επεξεργασία του στίχου, να τον επιμελείται λεπτομερώς, για να του δώσει την καλύτερη δυνατή μορφή.
  • το σπουδαστήριο (ουσ.): ο χώρος που προορίζεται για μελέτη.

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • ευκαιρία (ουσ.): η δυνατότητα αγοράς σε πολύ συμφέρουσα τιμή.
  • Ελληνορώσων, Γηροκομείο: συνοικίες της περιοχής των Αμπελοκήπων. (Συχνά στις αγγελίες, εκτός από την ευρύτερη περιοχή, αναφέρεται και η συγκεκριμένη συνοικία.)
  • σαλόνι-κουζίνα ενιαίο: η κουζίνα και το σαλόνι είναι συνεχόμενα, χωρίς τοίχο ενδιάμεσα να χωρίζει τα δωμάτια.
  • τα σποτς: ειδικοί προβολείς που επικεντρώνουν το φως σε κάποιο σημείο.
  • εξαιρετική επένδυση: αγορά κάποιου αγαθού σε μία τιμή η οποία υπολογίζουμε ότι θα αυξηθεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.
  • μεσιτικό γραφείο: εταιρεία που διεκπεραιώνει μεσιτεία, δηλαδή που μεσολαβεί για λογαριασμό κάποιου άλλου για ενοικίαση, αγορά ή πώληση ενός ακινήτου (σπιτιού, οικοπέδου κτλ.).
  • η διπλοκατοικία (ουσ.): η οικοδομή που περιλαμβάνει δυο κατοικίες.
  • κατάλληλο και για επαγγελματική στέγη: κτίριο ή διαμέρισμα που προσφέρεται εκτός από κατοικία και για να στεγάσει ένα επαγγελματικό γραφείο (π.χ. γιατρού, δικηγόρου κτλ.) ή κάποια άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα.
  • αποκλείονται μεσίτες: δε γίνεται δεκτή η μεσολάβηση μεσιτών για το κλείσιμο συμφωνίας.
  • βοηθητικοί χώροι: αποθηκευτικοί ή άλλοι χώροι που βρίσκονται εκτός του διαμερίσματος.
  • τρίφατσος, -η, -ο (επίθ.): κτίσμα που «βλέπει» σε τρεις δρόμους.
  • ο ξενώνας (ουσ.): το δωμάτιο του σπιτιού που προορίζεται για τους φιλοξενούμενους.
  • νεόδμητος, -η, -ο (επίθ.): νεόκτιστος· λέγεται για καινούριο κτίσμα.
  • διαθέσιμο από 12/3: με αυτή τη φράση δηλώνεται στις μικρές αγγελίες το χρονικό διάστημα μετά το οποίο θα μπορεί να παραδοθεί ένα διαμέρισμα είτε γιατί είναι ήδη νοικιασμένο είτε γιατί δεν είναι ακόμη έτοιμο.
  • αποκλείονται κατοικίδια: η φράση σημαίνει πως, αν κάποιος διαθέτει κατοικίδιο ζώο (συνήθως σκύλο ή γάτα), δεν μπορεί να νοικιάσει το σπίτι.

Μικρές αγγελίες

Παρουσίαση από την ιστοσελίδα Ψηφιακή Τάξη

Πολυκατοικία

Η πολυκατοικία είναι κτίριο με πάνω από 3 ορόφους το οποίο χρησιμεύει για κατοικία περισσοτέρων από μια οικογενειών. Στην Ελλάδα, οι πολυκατοικίες έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς μετά την δεκαετία του 1960, παρέχοντας στους οικοπεδούχους καλή εκμετάλλευση του οικοπέδου τους (σύστημα αντιπαροχής), στους εργολάβους / κατασκευαστές σημαντικά κέρδη και στους κατοίκους μια σχετικά οικονομική λύση για κατοικίες σε αστικά κέντρα, με σύστημα κεντρικής θέρμανσης.

Μειονεκτήματα των πολυκατοικιών είναι η έλλειψη ιδιωτικής ζωής λόγω προβλημάτων ηχομόνωσης, δυσκολία στην συντήρηση οικιακών ζώων και γενικά έλλειψη αυτονομίας ιδίως στα θέματα των κοινοχρήστων.

Σημαντικά μέρη των πολυκατοικιών εκτός των διαμερισμάτων είναι οι κοινόχρηστοι χώροι, οι θέσεις στάθμευσης, οι αποθήκες, το υπόγειο, η πιλοτή, το ρετιρέ, το δώμα, ο ανελκυστήρας και το σύστημα κεντρικής θέρμανσης.

Η διαχείριση των κοινοχρήστων των πολυκατοικιών γίνεται είτε από έμμισθο - υπάλληλο ή εταιρεία είτε, συνηθέστερα, από εκλεγμένο διαχειριστή, με θητεία ενός ή περισσοτέρων ετών. Η Γενική Συνέλευση Ιδιοκτητών είναι το όργανο που παίρνει σημαντικές αποφάσεις για τη διαχείριση της κάθε πολυκατοικίας.

Πηγή: Βικιπαίδεια

Bruno Bozzetto - Neuro

Το Neuro είναι ένα διασκεδαστικό animation από τον γνωστό Bruno Bozzetto (σχεδιαστής κινουμένων σχεδίων), στο οποίο παρουσιάζεται η ζωή των ενοίκων μιας πολυκατοικίας. Απολαύστε το.

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • το ρεπορτάζ (ουσ.): η συλλογή ειδήσεων ή πληροφοριών γύρω από ένα επίκαιρο θέμα ή γεγονός και η παρουσίασή τους σε ένα μέσο ενημέρωσης.
  • ταιριάζει γάντι: ταιριάζει πάρα πολύ, ακριβώς όπως το γάντι εφαρμόζει στο χέρι αυτού που το φοράει.
  • ο ένοικος (ουσ.): αυτός που κατοικεί, που διαμένει σε ένα οίκημα.
  • η διένεξη (ουσ.): τσακωμός, διαφωνία.
  • ο συνιδιοκτήτης (ουσ.): άτομο που έχει κοινή ιδιοκτησία με άλλον ή άλλους σε ένα σπίτι, οικόπεδο κτλ.
  • το ακίνητο (ουσ.): το οικόπεδο, η οικοδομή, το κτίσμα.
  • επουσιώδης, -ης, -ες (επίθ.): ασήμαντος, δευτερεύων.
  • o διαχειριστής (ουσ.): ένας από τους ενοίκους που εκλέγεται από τη γενική συνέλευση της πολυκατοικίας και είναι υπεύθυνος για τη συλλογή των κοινοχρήστων, την πληρωμή των λογαριασμών και των εξόδων συντήρησης της πολυκατοικίας.
  • παίρνουν την άγουσα: παίρνουν το δρόμο για, ξεκινούν για.
  • το προλαμβάνειν: η πρόληψη· η λέξη προλαμβάνειν είναι απαρέμφατο του αρχαιοελληνικού ρήματος προλαμβάνω (προλαβαίνω).
  • το θεραπεύειν: η θεραπεία· η λέξη θεραπεύειν είναι απαρέμφατο του αρχαιοελληνικού ρήματος θεραπεύω.
  • κανονισμός της πολυκατοικίας: έντυπο στο οποίο έχουν καταγραφεί συγκεκριμένοι κανόνες λειτουργίας της πολυκατοικίας, όπως οι οικονομικές υποχρεώσεις των ιδιοκτητών, το αν επιτρέπονται ή όχι κατοικίδια κτλ.
  • η αντιδικία (ουσ.): η έντονη διαφωνία, η αντίθεση ανάμεσα σε άτομα για κάποιο θέμα και ιδιαίτερα η αντιπαράθεση ενώπιον δικαστηρίου.
  • ο ιδιοκτήτης (ουσ.): αυτός στον οποίο ανήκει το διαμέρισμα.
  • ώρες κοινής ησυχίας: συγκεκριμένες ώρες κατά τη διάρκεια του μεσημεριού ή της νύχτας κατά τις οποίες δεν επιτρέπονται οι θόρυβοι από εργασίες, μουσική κτλ.
  • η σύσταση (ουσ.): η υπόδείξη, η συμβουλή για το πώς πρέπει να ενεργήσει κάποιος.
  • η κατάληψη (ουσ.): αυθαίρετη ενέργεια με την οποία κάποιος κάνει χρήση ενός χώρου ενώ δεν έχει το δικαίωμα.
  • κοινόχρηστοι χώροι: οι χώροι της πολυκατοικίας που χρησιμοποιούνται από όλους τους ενοίκους, π.χ. η είσοδος, το κλιμακοστάσιο, ο χώρος όπου βρίσκεται ο καυστήρας ή ο ανελκυστήρας κτλ.
  • τα κοινόχρηστα: μηνιαίο χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τους ενοίκους της πολυκατοικίας για τα κοινά έξοδα (ηλεκτρικό ρεύμα κοινόχρηστων χώρων, συντήρηση ανελκυστήρα, πετρέλαιο, καθαρισμός κτλ.).
  • οδηγούνται στη δικαιοσύνη: καταλήγουν στην επίλυση των διαφορών τους με δίκες.
  • ποιες χρήσεις επιτρέπονται: το κατά πόσο και με ποιον τρόπο μπορεί να χρησιμοποιεί κάποιος ένοικος συγκεκριμένους χώρους της πολυκατοικίας ώστε να είναι σύμφωνος με το νόμο ή τον κανονισμό.
  • αντιδικώ (ρήμα β' συζ.): βρίσκομαι σε έντονη αντίθεση με κάποιον.

Κλίση λόγιων θηλυκών ουσιαστικών σε -ος και - η

Scroll to top