Τι θα μάθουμε σε αυτή την ενότητα:

  • Την μετοχή παθητικού παρακειμένου ως επίθετο
  • Την απλή - επαυξημένη πρόταση
  • Τους χρόνους του ρήματος
  • Τα επίθετα σε -ης, -ης, -ες
  • Την κυριολεξία - μεταφορά

Λεξιλόγιο σε αυτή την ενότητα:

  • Θεματικό λεξιλόγιο: καταστροφή, καλλιέργειες, εσπεριδοειδή, κακοκαιρία, αγροτικό οδικό δίκτυο, επαρχιακό, εισαγωγές, εξαγωγές, κίνδυνοι, κάτοικοι, αποζημιώσεις, ηλεκτροδότηση, παραγωγή, θερμοκήπιο, χιονόπτωση, αγρότης, ύπαιθρος, πόλη, αστικός, ανακοίνωση, πλημμύρες, θαλασσοταραχή, κατολισθήσεις, ορεινά, χωριά, Αιγαίο πέλαγος, καφενείο, κουρείο, θερισμός, χωράφια, αλώνισμα, έθιμα, πανηγύρι, βάφτιση, γάμος, εκδήλωση, λαϊκές παραδόσεις, αγροτικές ασχολίες, συγκοινωνία, εύφορος, γόνιμος, άγονος, γεωργικός, εργατικός, φυτικός, σύγχρονος, κτηνοτροφικός, πυκνός, πεδινός, θυμαρίσιος, αυτοφυής, άγριος, οπωροφόρος, ήρεμος, αραιοκατοικημένος, πυκνοκατοικημένος, απολαυστικός, πολύβουος, ανοιχτόκαρδος, καινούριος, γρήγορος.

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • Το Παλιόρουχο (ουσ.): το ρούχο που είναι παλιωμένο και φθαρμένο από τον καιρό και τη χρήση. 
  • Ο ηλιόσπορος(ουσ.): ο σπόρος του ηλιοτρόπιου (ή ηλίανθου ή ήλιου), που συνήθως τρώγεται αποξηραμένος ή καβουρδισμένος (ξηρός καρπός). 
  • Τιτιτβίζοντας μτχ του τιτιβίζω: κελαηδώ. 
  • Ορθάνοιχτα (επίρρ):  τελείως, διάπλατα ανοιχτά.

 "Ο θρύλος του σκιάχτρου"

"Ο θρύλος του σκιάχτρου" (The legend of the scarecrow), είναι μια ισπανική ταινία μικρού μήκους animation του Marco Besas, η οποία είχε προταθεί για Oscar καλύτερης ταινίας animation το 2005.
Πρόκειται για την ιστορία ενός σκιάχτρου που δεν είχε φίλους και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάει τα πουλιά. Ήθελε να γίνει φίλος τους αλλά εκείνα πετούσαν μακριά, σαν να το φοβόντουσαν, κι εκείνο αναρωτιόταν γιατί κανένα δεν ήθελε να γίνει φίλος του. Ώσπου μια μέρα ένα τυφλό κοράκι έπεσε μπροστά στα πόδια του και τα πράγματα πήραν άλλη τροπή..."

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • ολική καταστροφή: η καταστροφή ενός πράγματος στο σύνολό του κι όχι σε ένα μόνο μέρος του.
  • ανυπολόγιστες καταστροφές: οι καταστροφές που εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους της ζημιάς είναι δύσκολο να υπολογιστεί πόσο κοστίζουν.
  • εσπεριδοειδή: οικογένεια αειθαλών καρποφόρων δέντρων που καλλιεργούνται σε περιοχές με εύκρατο κλίμα, κυρίως για τους χυμώδεις καρπούς τους. Σε αυτά ανήκουν η πορτοκαλιά, η λεμονιά, η νεραντζιά, η μανταρινιά κ.ά.
  • τα κηπευτικά: κατηγορία αγροτικών προϊόντων που περιλαμβάνει τις ντομάτες, τα αγγούρια, τις μελιτζάνες, τα λαχανικά, τα φασολάκια κτλ.
  • καταγράφομαι (ρημ. α' συζ.): σημειώνομαι.
  • η εκτίμηση (ουσ.): ο υπολογισμός της αξίας ενός πράγματος ή της σοβαρότητας μιας κατάστασης.
  • το επαρχιακό και αγροτικό οδικό δίκτυο: το σύνολο των δρόμων που δε βρίσκονται μέσα σε πόλεις (με εξαίρεση τις Εθνικές οδούς).
  • αιγοπρόβατα: κατσίκια και πρόβατα μαζί (η αίγα = η κατσίκα).
  • αποκλεισμένος, -η, -ο· μτχ. πρκ. του αποκλείομαι (ρημ. α' συζ.): (εδώ) παγιδεύομαι σε ένα μέρος λόγω έντονης κακοκαιρίας και δεν μπορώ να μετακινηθώ.
  • «σούπερ πούμα»: τύπος ελικοπτέρων που χρησιμοποιούνται στη χώρα μας για τη διάσωση ανθρώπων που κινδυνεύουν σε στεριά ή θάλασσα. Έχουν πάρει το όνομά τους από το ομώνυμο άγριο και πολύ γρήγορο ζώο.
  • Ομαλός: οροπέδιο στην Κρήτη.
  • Σούδα: λιμάνι κοντά στα Χανιά.
  • να εντοπίσουν· υποχ. αορίστου του εντοπίζω (ρημ. α' συζ.): βρίσκω τη θέση κάποιου προσώπου ή αντικειμένου, ανακαλύπτω.
  • αγνοούμενος, -η, -ο· μτχ. ενεστ. του αγνοούμαι (ρημ. ,' συζ.): αυτός που από ένα χρονικό σημείο και μετά έχουν χαθεί τα ίχνη του και δεν ξέρουμε τι έχει απογίνει.
  • ευρύτερη περιοχή: περιοχή που περιλαμβάνει άλλες μικρότερες ή που αποτελεί επέκταση μιας μικρότερης.
  • έχει αποκατασταθεί η ηλεκτροδότηση: έχει επανέλθει το ηλεκτρικό ρεύμα μετά από διακοπή.
  • κάηκαν από τον πάγο: (μεταφορά) καταστράφηκαν από την παγωνιά.
  • έχουν υποστεί· πρκ. του υφίσταμαι (ρημ. α' συζ.): παθαίνω, π.χ. Το αυτοκίνητο έχει υποστεί μεγάλες ζημιές μετά το τρακάρισμα.

Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018)

Η Φωτεινή Φραγκούλη γεννήθηκε και µεγάλωσε στον Μόλυβο, την αρχαία Μήθυµνα της Λέσβου, έναν τόπο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους που την επηρέασε πολύ. Σπούδασε παιδαγωγικά και ψυχολογία και εργάστηκε ως δασκάλα στη δηµόσια εκπαίδευση. Σε όλη της τη ζωή βρήκε στις λέξεις ό,τι πιο πολύ τη γοήτευε για να εκφραστεί. Κείµενά της υπάρχουν στα αναγνωστικά και στα ανθολόγια του δηµοτικού σχολείου, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά και λευκώµατα.
Έργα της: "Το χωραφάκι της αγάπης", Γνώση, 1990, "Η Κυράνη του δάσους", Αλεξάνδρεια, 1993, "Η Πορφυρένια και το μαντολίνο της", Αλεξάνδρεια, 1995, "Το μισό πιθάρι", Ελληνικά Γράμματα, 2000, "Το ταίρι της αταίριαστης", Ελληνικά Γράμματα, 2003, "Οι άγγελοι των κοχυλιών", Ελληνικά Γράμματα, 2003, "Το τραγούδι της Περσεφόνης", Ελληνικά Γράμματα, 2005, "Εφτά ορφανά μολύβια... εφτά ιστορίες", Ελληνικά Γράμματα, 2008 (βραβείο εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου περιοδικού "Διαβάζω", 2009)., "Κατ-γατ-καραγάτ", εκδ. Πατάκη, 2011, "Ελιά στο πέλαγος", Εκδ. Πατάκη, 2015, "Το πίσω μπαλκόνι", εκδ. Πατάκη, 2018.

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • η πρέφα (ουσ.): τυχερό παιχνίδι που παίζεται με 32 τραπουλόχαρτα από τρεις παίκτες.
  • κεχριμπαρένιος, -α, -ο (επίθ.): που είναι φτιαγμένος από κεχριμπάρι (ήλεκτρο) ή έχει το χρώμα του (διαυγές κίτρινο).
  • Μόλυβος: ιστορική παραθαλάσσια πόλη στο νησί της Λέσβου, γνωστή και ως Μήθυμνα.
  • τουριστική πραμάτεια: τα αναμνηστικά, κυρίως, εμπορεύματα που πουλιούνται στους τουρίστες που επισκέπτονται έναν τόπο.
  • βγαίνω απ’ το παραθυράκι του μυαλού μου: (μεταφορά) προχωρώ με τη σκέψη μου πέρα από την τωρινή πραγματικότητα.
  • ένα χειμώνα όλο γούστο: (μεταφορά) ένα χειμώνα με πολύ όμορφες στιγμές.
  • καρυδένιος, -α, -ο (επίθ.): που είναι φτιαγμένος από ξύλο καρυδιάς.
  • τα μάτια του στολίζουν την αγορά: μεταφορική έκφραση που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να δείξει την ομορφιά και την ευγένεια του πατέρα της, που ήταν το καμάρι της αγοράς.
  • η τράτα (ουσ.): ψαροκάικο με συρόμενα δίχτυα.
  • κατακλύζω (ρημ. α' συζ.): πλημμυρίζω, π.χ. Χιλιάδες υπόγεια κατακλύστηκαν από νερά λόγω της καταρρακτώδους βροχής (κυριολεξία), αλλά: Χιλιάδες θαυμαστές του γνωστού συγκροτήματος κατέκλυσαν το γήπεδο, όπου θα γινόταν η συναυλία (μεταφορά).
  • η αθερίνα (ουσ.): μικρό ψάρι με λεπτό σώμα που κολυμπά σε κοπάδια.
  • η άχνη (ουσ.): κοπανισμένη ζάχαρη σε σκόνη.
  • κανονάκια του κονιάκ: ποτηράκια με τα οποία πίνουν το κονιάκ μονορούφι.
  • τα πιατέλια (ουσ.): τα μικρά πιάτα.
  • το τζουκμπόξ (άκλ. ουσ.): μηχάνημα με ενσωματωμένο πικάπ και μια συλλογή από δισκάκια. Πατώντας το ανάλογο πλήκτρο και ρίχνοντας ένα κέρμα, θα παίξει το δισκάκι που περιέχει το τραγούδι που επιθυμούμε.
  • η βανίλια (ουσ.): είδος γλυκίσματος, το γνωστό «υποβρύχιο»
  • «υποβρύχιες γλυκές κοινωνίες βανίλιας»: μεταφορική φράση που μας δίνει με νοσταλγικό τρόπο τόσο την εικόνα των γυναικών που έχουν στολιστεί για την οικογενειακή τους έξοδο όσο και τη γεύση, το άρωμα της βανίλιας, του «υποβρύχιου», γλυκίσματος που συνοδεύει αυτές τις οικογενειακές στιγμές.
  • το υπόλειμμα (ουσ.): οτιδήποτε απομένει ως υπόλοιπο, το περίσσευμα.

Παραδοσιακά καφενεία

Αστικά και επαρχιακά. Μικρά και μεγάλα. Τα καφενεία έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και κάποια απ' αυτά τη δική τους, μεγάλη ιστορία. Τα καφενεία ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις, επιπλωμένα λιτά με τους τοίχους, συχνά, να είναι απλά ασβεστωμένοι. Όπως φαίνεται κι απ’ την ονομασία τους, είναι οι χώροι όπου οι άνθρωποι πίνουν τον καφέ τους. Τα καφενεία της ελληνικής επαρχίας όμως, μετετράπησαν προοδευτικά στην καρδιά της ανδρικής κοινωνίας κάθε τόπου. Χώροι συνάντησης των ανδρών, τόποι παιγνιδιών και απολαύσεων, τόποι συνεύρεσης και κοινωνικής συναναστροφής, τόποι ενημέρωσης αλλά και πολιτικών αντιπαραθέσεων, τα καφενεία, οι “μικρές βουλές της χώρας”, είναι ταυτόχρονα και τόποι επαγγελματικών συναλλαγών αλλά και των γλεντιών της παρέας, καθώς αποτελούν το ενδιάμεσο κάθε χωριού με τον εξωτερικό κόσμο.
Κατά τους προηγούμενους αιώνες, το καφενείο ήταν μέρος όπου οι γυναίκες δεν ήταν ευπρόσδεκτες, αλλά τώρα πια τα καφενεία είναι χώρος που τον επισκέπτονται και τα δύο φύλα.
Η λέξη προέρχεται από την πρώιμη ελληνική καφενές, η οποία δανείστηκε από το τουρκικό kahvehane ή kahvene, το οποίο στη συνέχεια προέρχεται από το περσικό qahveh-khaneh (<Αραβικά qahve 'καφέ + Περσικά khane 'σπίτι). Άλλες βαλκανικές γλώσσες έχουν επίσης δανειστεί τον τουρκικό όρο, όπως kafana, kavane, kaveana, κλπ.

Καφενείο "Πανελλήνιον" ή "Γυαλί Καφενέ" στην Άμφισσα Φωκίδας. Εδώ γυρίστηκε ο «Θίασος» του Αγγελόπουλου.

Παρουσίαση από την ιστοσελίδα Ψηφιακή Τάξη

Scroll to top