Τι θα μάθουμε σε αυτή την ενότητα:

  • Τις εγκλίσεις του ρήματος και τον σχηματισμό της Προστακτικής των σύνθετων ρημάτων.
  • Τις αποτελεσματικές ή συμπερασματικές προτάσεις.
  • Για το θαυμαστικό, το ερωτηματικό, τα αποσιωπητικά, τα διαλυτικά, το ενωτικό, την απόστροφο και την υποδιαστολή.
  • Τα παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων.
  • Τις συμφράσεις και εκφράσεις.
  • Τα αντώνυμα επίθετα.
  • Τις Υποθετικές προτάσεις.
  • Το οριστικό και αόριστο άρθρο.
  • Τα διαλυτικά.

Λεξιλόγιο σε αυτή την ενότητα:

  • Θεματικό λεξιλόγιο: διατροφή, κύματα, λαιμαργία, φάλαινα, συνταγή, μαγειρική, υλικά, εκτέλεση, παραδοσιακές γεύσεις, γιορτινό, νόστιμα, αρχαιότητα, γεύματα, διαφήμιση, εφημερίδα, τηλεόραση, περιοδικά, ραδιόφωνο, υγιεινή μεσογειακή διατροφή, γευστική, ποιότητα, ποικιλία, πεπτικό σύστημα, συνθηματική φράση, σλόγκαν, ζυμαρικά, γαλακτοκομικά, αλλαντικά, λαχανικά, φρούτα, τηγανίζω, ψήνω, σωματική ανάπτυξη, ελαιόλαδο, νηστικός, δίαιτα, χορτοφάγος, κρεατοφάγος, νηστίσιμος, άψητος, νόστιμος.
  • Οικογένεια λέξεων:
    • Υπερθετικός βαθμός με σύνθετες λέξεις (όλος, θεός, κατά, πέντε, τρις + επίθετο ⇒ θεονήστικος, ολόφρεσκος κτλ.)

Ευγένιος Τριβιζάς

Ο Ευγένιος Τριβιζάς Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Είναι δικηγόρος, πτυχιούχος της Νομικής και των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος Master of Laws (University College), διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (London School of Economics and Political Science) και Senior Research Fellow του Πανεπιστημίου Λονδίνου.

Διδάσκει Εγκληματολογία και Συγκριτικό Ποινικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Reading και διευθύνει το Τμήμα Εγκληματολογικών Μελετών του ίδιου Πανεπιστημίου (Director fo Cominal Justice Studies). Έχει διδάξει επίσης στο Bramshill Police College, τo Central London Polytechnic και το London School of Economics, ενώ το διάστημα 1993-1998 ήταν επισκέπτης καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Με τη λογοτεχνία ο Ευγένιος Τριβιζάς έχει ασχοληθεί από τα παιδικά του χρόνια. Έχει γράψει περίπου 150 βιβλία μεταξύ των οποίων μυθιστορήματα, παραμύθια, θεατρικά έργα, αλφαβητάρια, διηγήματα, κόμικς, εκπαιδευτικά βιβλία, ενώ έχει συνεργαστεί και με παιδικά περιοδικά. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι η Φρουτοπία και το "Νησί των πυροτεχνημάτων".

Βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά έχουν μεταδοθεί από το BBC, έχουν περιληφθεί στα αναγνωστικά ελληνικών και αμερικανικών σχολείων και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, σουηδικά, ιαπωνικά και άλλες γλώσσες.

Η πολύ λαίμαργη φάλαινα που έφαγε τη θάλασσα.
Κείμενο: Ευγένιος Τριβιζάς.
Ανάγνωση: Δημήτρης Πιατάς

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • o σπάρος (ουσ.): μικρό ψάρι που έχει χρώμα γκρίζο και λαμπερό ασημί, ζει σε μικρά κοπάδια σε ρηχές και βραχώδεις θάλασσες κι έχει νόστιμο κρέας. Μοιάζει με το σαργό και το μελανούρι.
  • το κανό (άκλ. ουσ.): μικρή στενόμακρη μονοθέσια βάρκα με κουπιά.
  • της θάλασσας τ’ αλογάκια: οι ιππόκαμποι.
  • η βουλιμία (ουσ.): το αίσθημα της πολύ έντονης πείνας που πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως (Συνώνυμο.: λαιμαργία).
  • το αεροπλανοφόρο (ουσ.): το πολεμικό πλοίο που το κατάστρωμά του είναι ειδικά διαμορφωμένο για να μεταφέρει αεροπλάνα.
  • της γραμμής τα πλοία: τα πλοία που συνδέουν νησιά μεταξύ τους ή με την ηπειρωτική Ελλάδα και εκτελούν δρομολόγια σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες.
  • χάφτω (ρήμα α' συζ.): τρώω καταπίνοντας γρήγορα, με λαιμαργία. (τα ’χαψα όλα: τα κατάπια όλα.)
  • η μέδουσα (ουσ.): η τσούχτρα· θαλασσινό ζώο που μοιάζει με ομπρέλα και όταν το αγγίξουμε προξενεί στο σώμα μας ερεθισμό και φαγούρα.
  • το καμάκι (ουσ.): το ξύλινο κοντάρι που έχει μυτερό σιδερένιο άκρο, συνήθως τρίαινα, και χρησιμοποιείται στο ψάρεμα.
  • ο φαλαινοθήρας (ουσ.): ο κυνηγός φαλαινών.
  • η μαργαρίνη (ουσ.): τρόφιμο που μοιάζει με το βούτυρο και είναι φτιαγμένο από ζωικά και φυτικά λίπη.
  • η μπανέλα (ουσ.): (α) λεπτή ελαστική πλάκα στο πάνω σαγόνι της φάλαινας· (β) έλασμα που κατασκευάζεται από την παραπάνω ουσία και το οποίο χρησιμοποιείται ως εξάρτημα στήριξης σε γιακάδες πουκαμίσων κτλ.
  • ο κυκλώνας (ουσ.): το σύστημα των ανέμων οι οποίοι πνέουν με πολύ μεγάλη ταχύτητα στην ατμόσφαιρα και συνδυάζονται συνήθως με πυκνές νεφώσεις και καταρρακτώδεις βροχές ή χιονοπτώσεις

Το ανελέητο κυνήγι των φαλαινών

Τα παλαιότερα χρόνια το κυνήγι των φαλαινών, η φαλαινοθηρία όπως ονομάζεται, ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Το λάδι από το λίπος αυτών των θηλαστικών, οι μπαλένες και το κρέας ήταν περιζήτητα και πληρώνονταν ακριβά από τους αγοραστές.
Το ανελέητο κυνήγι τους μείωσε σημαντικά τον αριθμό των φαλαινών και οδήγησε στην εξαφάνιση κάποιων ειδών. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια παγκόσμια κίνηση για να προστατευτούν οι φάλαινες, μια και ακόμη απειλούνται από κράτη όπως η Ιαπωνία και η Ισλανδία που επιτρέπουν τη φαλαινοθηρία.

Πηγή: Βικιπαίδεια

Παρουσίαση από την ιστοσελίδα Ψηφιακή Τάξη

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • να σβολιάσει· υποτ. αορίστου του σβολιάζω (ρημ. α' συζ.): παίρνω σχήμα σβόλου, δηλαδή σχήμα μικρής μπαλίτσας.
  • σουρώνω (ρημ. α' συζ.): βγάζω το νερό, το στραγγίζω με φίλτρο ή σουρωτήρι.
  • διαδοχικά (επίρρ.): με μια σειρά κατά την οποία το ένα πρόσωπο ή πράγμα ή γεγονός ακολουθεί αμέσως μετά το άλλο.
  • το έθιμο (ουσ.): συνήθεια που παραδίδεται από γενιά σε γενιά, π.χ. Ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς είναι η κοπή της βασιλόπιτας,
  • το βότανο (ουσ.): το φυτό που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες.
  • το τουρσί (ουσ.): λαχανικό που συντηρείται σε ξίδι ή άρμη, δηλαδή σε ένα μείγμα νερού και αλατιού, και χρησιμοποιείται ως ορεκτικό.
  • παστά: τα τρόφιμα που συντηρούνται σε αλάτι ή άρμη για να διαρκέσουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
  • συντηρούμαι (ρημ. β' συζ.): διατηρούμαι στην αρχική μου μορφή.
  • να τσιμπολογήσουν· υποτ. αορίστου του τσιμπολογώ (ρημ. β' συζ.): τρώω λίγο από διάφορα φαγητά ή τρώω μικρή ποσότητα του ίδιου φαγητού με μικρές μπουκιές.
  • ο χυλός (ουσ.): φαγητό που φτιάχνεται συνήθως από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία ή όσπρια· αποτελεί τροφή για τα βρέφη, τους ηλικιωμένους ή όσους είναι άρρωστοι (Συνώνυμο: κουρκούτι).
  • άζυμο ψωμί: το ψωμί που παρασκευάστηκε χωρίς προζύμι κι έτσι δεν έχει προκληθεί ζύμωση.
  • μονότονος, -η, -ο (επίθ.): που επαναλαμβάνεται συνέχεια με τον ίδιο πάντα τρόπο, καταντώντας βαρετός.
  • το κέτσαπ (άκλ. ουσ.): πικάντικη σάλτσα που παρασκευάζεται από πολτοποιημένες ντομάτες, κρεμμύδια, ζάχαρη και καρυκεύματα (κανέλα, πιπέρι κτλ.).
  • τα εντόσθια (ουσ.): τα εσωτερικά όργανα της κοιλιάς ανθρώπου ή ζώου (μόνο πληθ.) (Συνώνυμο: σωθικά, σπλάχνα).
  • παχύρρευστος, -η, -ο (επίθ.): που είναι πηχτός και ρέει αργά.
  • εύοσμος, -η, -ο (επίθ.): ευ + οσμή που έχει ευχάριστη οσμή, μυρίζει ωραία.
  • μετέπειτα (επίρρ.): έπειτα, στη συνέχεια.
  • Άπω Ανατολή: η περιοχή που βρίσκονται οι χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας προς τη μεριά του Ειρηνικού ωκεανού, όπως η Ινδοκίνα, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Κορέα κ.ά.
  • το μπλέντερ (άκλ. ουσ.): η ηλεκτρική συσκευή που πολτοποιεί κομμάτια φρούτων ή διάφορες άλλες τροφές για να φτιάξουμε χυμούς ή πολτούς.
  • η απομίμηση (ουσ.): η κατασκευή αντίγραφου, η πιστή μίμηση του προτύπου, π.χ. Ο ζωγραφικός πίνακας που αγοράσαμε είναι απομίμηση ενός πίνακα του Τσαρούχη.

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • συστατικά (ουσ.): οι διάφορες ουσίες ή τα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν μία τροφή ή κάποιο υλικό ή ένα φάρμακο ή κάποιο άλλο σύνολο. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι τα συστατικά του γάλατος είναι πρωτεΐνες, ασβέστιο, φώσφορος και άλλες ουσίες.
  • η πρωτεΐνη (ουσ.): θρεπτική ουσία που υπάρχει στο κρέας και στα όσπρια.
  • διευκολύνω (ρημ. α' συζ.): κάνω κάτι πιο εύκολο.
  • η μετάβαση (ουσ.): η πορεία από ένα πράγμα προς κάτι άλλο, το πέρασμα.
  • διατροφικές συνήθειες, συνήθειες που αφορούν τον τρόπο που τρεφόμαστε.
  • η χοληστερόλη ή χοληστερίνη (ουσ.): ουσία που βρίσκεται στο αίμα και η οποία είναι μεγάλης σημασίας για την υγεία του σώματος· αν δε βρίσκεται σε φυσιολογικά όρια, δημιουργούνται στον άνθρωπο παθογόνες καταστάσεις.
  • το ασβέστιο (ουσ.): βασικό στοιχείο για τη λειτουργία του οργανισμού αλλά και για τη δομή του σκελετού.
  • ο φώσφορος ή φωσφόρος (ουσ.): θρεπτική ουσία που έχει μεγάλη σημασία για την υγεία του σώματος.
  • τα νουκλεοτΐδια (ουσ.): μόρια που συνδυάζονται και σχηματίζουν το νουκλεϊκό οξύ.
  • ισχυροποιώ (ρημ. β' συζ.): δυναμώνω, ενισχύω.
  • ανοσοποιητικό σύστημα: το σύνολο των οργάνων και των ιστών του οργανισμού μας που τον προστατεύουν ώστε να μη μολυνθεί από διάφορες ασθένειες.
  • σε πελάγη ευτυχίας, μεταφορική φράση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε την πολύ μεγάλη απόλαυση ή ευτυχία που νιώθουμε.
  • απολαύσετε· υποτ. αορίστου του απολαμβάνω (ρημ. α' συζ.): νιώθω μεγάλη ευχαρίστηση από κάτι (Συνώνυμο: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι).
  • το περιτύλιγμα (ουσ.): το υλικό με το οποίο είναι τυλιγμένο κάτι.
  • έφαγα τον κόσμο: (μεταφορική έκφραση) έψαξα παντού, έκανα τον κόσμο άνω κάτω για να βρω κάτι.
  • παρασκευάζω (ρημ. α' συζ.): φτιάχνω κάτι αφού συγκεντρώσω τα απαραίτητα υλικά.
  • συσκευάζω (ρημ. α' συζ.): τοποθετώ ένα προϊόν με ορισμένο τρόπο μέσα σε ορισμένο κουτί, σακούλα ή οποιοδήποτε άλλο κάλυμμα.
  • το ανθότυρο (ουσ.): είδος λευκού τυριού που είναι μαλακό και δεν έχει αλάτι.
  • ό,τι τραβάει η όρεξη σας: ό,τι επιθυμείτε.
  • εκλεκτός, -ή, -ό (επίθ.): που έχει ξεχωριστή ποιότητα, αξία και φήμη.

Διαφήμιση

Παρουσίαση από την ιστοσελίδα Ψηφιακή Τάξη

Καταλαβαίνω τις δύσκολες λέξεις του κειμένου

  • ο χήρος (ουσ.): ο άντρας που έχει πεθάνει η γυναίκα του.
  • το ηύρε. το βρήκε. (Ο τύπος ηύρα, -ες, -ε είναι αόριστος του ρήματος βρίσκω· συνήθως γράφεται με β, δηλαδή ήβρα, -ες, -ε. Χρησιμοποιείται σε πιο λαϊκό ύφος αντί του βρήκα.)
  • το καύκαλο (ουσ.): το όστρακο της χελώνας και των άλλων οστρακόδερμων (Συνώνυμο: καβούκι, κέλυφος, καυκί).
  • στεφανώθηκε· οριστ. αορίστου του στεφανώνομαι (ρημ. α' συζ.): παντρεύομαι.
  • το πέπλο (ουσ.): ένα κομμάτι υφάσματος από λεπτά νήματα που έχει υφανθεί αραιά και χρησιμεύει για να καλύπτουν οι γυναίκες το πρόσωπο και το κεφάλι τους (Συνώνυμο: καλύπτρα, βέλο).
  • αποκρίνομαι (ρημ. α' συζ.): απαντώ.
  • ο ορισμός (ουσ.): η επιθυμία, η διαταγή κάποιου που, συνήθως, είναι ανώτερος κοινωνικά. ορισμός σας σημαίνει ό,τι διατάξτε ή ό,τι επιθυμείτε.
  • το τεντζεράκι (ουσ.): η μικρή χάλκινη συνήθως χύτρα.
  • (αν) κοπιάσετε· υποτ. αορίστου του κοπιάζω (ρημ. α' συζ.): έρχομαι, επισκέπτομαι, δέχομαι την πρόσκληση κάποιου για φαγητό ή επίσκεψη.
  • απ’ αυτό το πλάι να κοιμηθεί: με αυτό το πλευρό να κοιμάται· μεταφορική έκφραση που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που φαντάζεται ότι τα πράγματα θα γίνουν όπως αυτός θέλει, όμως οι επιθυμίες του δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
  • βάζω στο μάτι κάποιον ή κάτι: επικεντρώνω την προσοχή μου και κάνω προσπάθειες για να αποκτήσω κάποιον ή κάτι, ή για να στραφώ εναντίον κάποιου.
  • σώνω (ρημ. α' συζ): είμαι αρκετός ώστε να καλύπτω τις ανάγκες κάποιου.
  • συλλογίζομαι (ρημ. α' συζ.): σκέφτομαι.
  • πολυχρονεμένος, -η, -ο: που γι’ αυτόν εύχομαι να ζήσει πολλά χρόνια. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προσφώνηση «πολυχρονεμένε βασιλιά».
  • η πιθαμή (ουσ.): η απόσταση από την άκρη του αντίχειρα ως το άκρο του μικρού δάχτυλου όταν η παλάμη είναι ανοιχτή. Χρησιμοποιούμε τη λέξη για να δηλώσουμε την πολύ μικρή απόσταση.
  • η όρνιθα (ουσ.): η κότα.
  • καταπόδι (επίρρ.): αμέσως μετά από κάποιον ή από κάτι, ακολουθώντας στενά κάποιον.
  • η φαρμακάδα (ουσ.): δυνατός πόνος· εδώ σημαίνει ότι το τσίμπημα του πετεινού ήταν φαρμακερό.
Scroll to top